- έντομος
- -η, -ο (Α ἔντομος, -ον)1. ο χωρισμένος με εντομές2. το ουδ. ως ουσ. το έντομογενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κ.ά.)αρχ.1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα έντομαα) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούςβ) φρ. «ἔντομα ποιῶ» — θυσιάζω2. oἱ ἔντομοιοι ένορκοι.
Dictionary of Greek. 2013.